- διζυγία
- διζυγία, η (Μ) [δίζυγος](για ζώα) δύο ζεύγη που σέρνουν άμαξα ή οργώνουν, διπλοζεύγαρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διζυγίαν — διζυγίᾱν , διζυγία double yoke of draught cattle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)